ὑποθετικά

ὑποθετικά
ὑποθετικός
hypothetical
neut nom/voc/acc pl
ὑποθετικά̱ , ὑποθετικός
hypothetical
fem nom/voc/acc dual
ὑποθετικά̱ , ὑποθετικός
hypothetical
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαγνητικά μονόπολα — Υποθετικά μαγνητικά σωμάτια (ανάλογα με τα ηλεκτρικά σωμάτια, το ηλεκτρόνιο και το πρωτόνιο) που έχουν μαγνητικό φορτίο είτε βόρειου είτε νότιου μαγνητικού πόλου, αποτελούν δηλαδή έναν μεμονωμένο μαγνητικό πόλο. Η υπόθεση για την ύπαρξη των μ.μ.… …   Dictionary of Greek

  • ὑποθετικάς — ὑποθετικά̱ς , ὑποθετικός hypothetical fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποθετικός — ή, ό / ὑποθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑποτίθημι / ὑποθέτω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόθεση ή αυτός που διατυπώνεται ή υπάρχει μόνον ως υπόθεση («α. «υποθετικός κίνδυνος» β. «ὑποθετικὰ κέρδη», Αρρ.) νεοελλ. φρ. α) «υποθετικοί σύνδεσμοι» γραμμ …   Dictionary of Greek

  • Philo's Works — A significant fraction of this article was derived from the Philo article in the Jewish Encyclopedia,[1] a public domain source since it was published in 1906.[2] The Church Fathers have preserved most of Philo s works that are now extant. Many… …   Wikipedia

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • αμάρτυρος — η, ο (AM ἀμάρτυρος, ον) [μάρτυς] αυτός που δεν αποδεικνύεται με μαρτυρίες, ο δίχως μάρτυρες ή μαρτυρίες νεοελλ. λέγεται για λέξεις ή τύπους που δεν απαντούν σε αρχαίο κείμενο, αλλά υπάρχουν υποθετικά …   Dictionary of Greek

  • αμαρτύρητος — η, ο (Α ἁμαρτύρητος, ον) [μαρτυρῶ] νεοελλ. 1. αυτός που δεν μαρτυρήθηκε, δεν βεβαιώθηκε με μάρτυρες 2. αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν μαρτυρίες, αποδείξεις, ο αναπόδεικτος 3. λέγεται για λέξεις ή τύπους που δεν απαντούν σε αρχαίο κείμενο, αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”